-
1 τσέπη
η карман;απ' την τσέπη μου — из своего кармана, за свой счёт;
μιά τσέπη καρύδια — карман орехов;
§ βάζω στην τσέπη μου — прикарманивать;
τόχω στην τσέπη — считай, что это у меня в кармане; — дело в шляпе;
ξέρω κάτι σαν την τσέπη μου — знать что-л, как свои пять пальцев
-
2 τσέπη
[пэпи] ουσ. Θ. карман,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τσέπη
-
3 τσέπη
[пэпи] ουσ θ карман. -
4 τσέπη
џепГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > τσέπη
-
5 τσέπη
poche -
6 τσέπη
kieszeń (f) rzecz. -
7 τσέπη
kapsa -
8 τσέπη
pocketΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τσέπη
-
9 cep
τσεπη, θυλάκιο, θύλακας -
10 poche
τσέπη -
11 kapsa
τσέπη -
12 pocket
τσέπη -
13 kieszeń
τσέπη -
14 карман
-а α.τσέπη•положить в карман βάζω στή τσέπη•
внутренний карман εσωτερική τσέπη•
часовой карман τσέπη ωρολογίου•
задний карман брюк κωλοτσέπη.
εκφρ.толстый (тугой, полный) карман – κάργα (φούσκα) η τσέπη λεφτά•тощий ή пустой карман – άδεια η τσέπη, πανί με πανί•не по -у – δεν είναι για τη τσέπη (μου), είναι ακριβότατος, απρόσιτος•набить карман – φούσκωνα-χρήματα, θησαυρίζω•положить, класть в карман – τσεπώνω, παίρνω για τον εαυτό μου, σφετερίζομαι•бить по -у – ζημιώνω, βλάπτω. -
15 карман
карман м η τσέπη* положить в \карман βάζω στην τσέπη вытащить из \кармана βγάζω από την τσέπη* * *мη τσέπηположи́ть в карма́н — βάζω στην τσέπη
вы́тащить из карма́на — βγάζω από την τσέπη
-
16 карман
карманм ἡ τσέπη, τό θυλάκΐθ[ν]· ◊ мне это не по -\карману разг αὐτό δέν εἶναι γιά τήν τσέπη μου, δέν τό βαστἄ ἡ τσέπη μου1 бить по \карману разг ξεπαραδιάζω· набить \карман разг γεμίζω τίς τσέπες μου, θησαυρίζω· не лезть за словом в \карман разг ἔχω τήν ἀπάντηση ἐτοιμη· положить себе в \карман (присвоить) σφετερίζομαι, βάζω στήν τσέπη. -
17 pocket
['pokit] 1. noun1) (a small bag sewn into or on to clothes, for carrying things in: He stood with his hands in his pockets; a coat-pocket; ( also adjective) a pocket-handkerchief, a pocket-knife.) τσέπη2) (a small bag attached to the corners and sides of a billiard-table etc to catch the balls.) τσέπη3) (a small isolated area or group: a pocket of warm air.) θύλακας,κενό αέρα4) ((a person's) income or amount of money available for spending: a range of prices to suit every pocket.) εισόδημα,πορτοφόλι2. verb1) (to put in a pocket: He pocketed his wallet; He pocketed the red ball.) βάζω στην τσέπη,τσεπώνω2) (to steal: Be careful he doesn't pocket the silver.) κλέβω•- pocket-book
- pocket-money
- pocket-sized
- pocket-size -
18 вынуть
вынуть βγάζω αποσύρω (из влечь); \вынуть из кармана (из чемодана ) βγάζω από την τσέπη (τη βαλίτσα)* * *βγάζω; αποσύρω ( извлечь)из карма́на (из чемода́на) — βγάζω από την τσέπη (τη βαλίτσα)
-
19 дырявый
дыряв||ыйприл τρύπιος, τρυπημένος:\дырявыйый карман ἡ τρύπια τσέπη, ἡ Αδεια τσέπη-◊ \дырявыйая голова разг τό κούφιο κεφάλι, ὁ κουφιοκέφαλος· \дырявыйая память разг ἡ ἀσθενής μνήμη, ἡ ἀφηρημάδα. -
20 тощий
επ.1. ισχνός, λεπτός, αδύνατος, τσίρος• λιγνός•-ая шя λεπτός λαιμός•
-ая кошка ισχνή γάτα•
-ое лицо ισχνό πρόσωπο•
тощий человек ισχνός άνθρωπος•
очень тощий κάτισχνος.
|| μτφ. λεπτός• άδειος, κενός• πενιχρός•тощий карман άδεια τσέπη (χωρίς χρήματα), τσέπη πανί με πανί•
тощий желудок άδειο στομάχι.
2. μτφ. φτωχός, πενιχρός, γλίσχρος•-ая почва φτωχό (άγονο) έδαφος•
-ая растительность πενιχρή βλάστηση.
3. αδύνατος, ανεπαρκούς περιεχομένου•-ее молоко αδύνατο γάλα (αποβουτυρωμένο)•
тощий уголь αδύνατο κάρβουνο (χαμηλής καυστικότητας)•
-ая глина ο μη καθαρός πηλός (που πρεριέχει 20-50% άμμο).
εκφρ.на тощий желудок – βλ. натощак.
См. также в других словарях:
τσέπη — η, Ν 1. εσωτερική ή εξωτερική θήκη ενδύματος («ξηλώθηκε η τσέπη τού παντελονιού μου») 2. συνεκδ. η ποσότητα που χωράει σε μια τσέπη («έφαγε μια τσέπη σταφίδες») 3. φρ. α) «τό έχω στην τσέπη» λέγεται για κάτι που είναι βέβαιο, εξασφαλισμένο («τον… … Dictionary of Greek
τσέπη — η (λ. τουρκ.) 1. θυλάκιο, σακουλάκι ρούχου για να βάζουμε τα χέρια μας ή μικροαντικείμενα. 2. όσο χωράει μια τσέπη: Αγόρασα μια τσέπη σπόρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουζουνάρα — και μπουζνάρα, η μεγάλη τσέπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντιδάνεια λ., πρβλ. ρουμ. buzunar «τσέπη» (< *υποζωνάριον) + μεγεθ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek
τσεπώνω — Ν [τσέπη] 1. βάζω ή κρύβω κάτι στην τσέπη μου 2. μτφ. αποκομίζω κέρδη με αθέμιτα, συνήθως, μέσα («οι μεσάζοντες τσέπωσαν και φέτος μεγάλα ποσά») … Dictionary of Greek
αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ … Dictionary of Greek
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek
ενθυλακώνω — 1. βάζω κάτι στην τσέπη, ιδιοποιούμαι κάτι αδίκως ή παρανόμως, τσεπώνω 2. κλείνω μέσα σε θύλακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Δημ. Καρέκλη] … Dictionary of Greek
θυλάκιο — το (Α θυλάκιον) μικρός θύλακος, σακίδιο, σακούλι νεοελλ. 1. η τσέπη, ο θύλακος που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων 2. ανατ. μικρός κυστικός σχηματισμός που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό επιθήλιο και αποτελεί στοιχείο πολλών … Dictionary of Greek
θυλακώνω — [θύλακος] βάζω στη σακούλα ή στην τσέπη, τσεπώνω … Dictionary of Greek
καβούρι — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 45 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του όρμου του Κατάκολου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου. II Χερσόνησος της Αττικής, στον Σαρωνικό κόλπο, Δ της Βουλιαγμένης, στο… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek